τουρλίδα — τουρλίδα, η και τουρλίδι, το είδος πουλιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οιδίκνημος ή τουρλίδα — (burhimus oedicnemus). Καλοβατικό πουλί, της οικογένειας των βουρινιδών της τάξης των χαραδριομόρφων. Χαρακτηριστικό του είναι το αξιοσημείωτο μέγεθος των κιτρινόχρυσων ματιών του, που το βοηθούν να διακρίνει τη λεία του κατά τις βραδυνές ώρες ή… … Dictionary of Greek
σκολόπακας — ο / σκολόπαξ, ακος, ΝΑ το πουλί μπεκάτσα («ὁ μὲν κόρυδος καὶ ὁ σκολόπαξ καὶ ὄρτυξ ἐπὶ δένδρων οὐ καθίζουσιν, ἀλλ ἐπὶ τῆς γῆς», Αριστοτ.) νεοελλ. στον πληθ. οι σκολόπακες ζωολ. γενική ονομασία παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας… … Dictionary of Greek
Κλείσοβα — Ονομασία νησίδας και λιμνοθάλασσας του νομού Αιτωλοακαρνανίας, στα Α της λιμνοθάλασσας του Μεσολογγίου. Η λιμνοθάλασσα της Κ. (18.000 στρέμματα) έχει σχήμα τετραγώνου, οι δύο πλευρές του οποίου ανήκουν στην προσχωσιγενή χερσόνησο, ενώ η μία από… … Dictionary of Greek
Μεσολογγίου, λιμνοθάλασσα — Αβαθής λιμνοθάλασσα (100.000 στρέμματα), η σημαντικότερη από αυτές που σχηματίζονται λόγω των προσχώσεων των ποταμών Εύηνου και Αχελώου. Η ονομασία της κατά την αρχαιότητα ήταν Κυνία. Παλαιότερα στην περιοχή της λιμνοθάλασσας βρίσκονταν οι… … Dictionary of Greek